ημίγυμνος

ημίγυμνος
η , ο [ος , ον ] полуголый, полураздетый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ημίγυμνος" в других словарях:

  • ἡμίγυμνος — half naked masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημίγυμνος — η, ο (Α ἡμίγυμνος, ον) ο εν μέρει γυμνός, μισόγυμνος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ημίγυμνο η κατάσταση τού ημίγυμνου …   Dictionary of Greek

  • ημίγυμνος — η, ο μισόγυμνος: Το πτώμα βρέθηκε ημίγυμνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡμίγυμνον — ἡμίγυμνος half naked masc/fem acc sg ἡμίγυμνος half naked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίγυνον — ἡμίγυμνος half naked masc/fem acc sg ἡμίγυμνος half naked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιγύμνοις — ἡμίγυμνος half naked masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιγύμνους — ἡμίγυμνος half naked masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιγύμνων — ἡμίγυμνος half naked masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιγύμνῳ — ἡμίγυμνος half naked masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιγύναιος — ἡμίγυμνος half naked masc/fem nom sg ἡμιγύναιος half woman masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίγυμνε — ἡμίγυμνος half naked masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»